υπερανάκειμαι

υπερανάκειμαι
Α
είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”